μισοπάτωρ

μισοπάτωρ
μισοπάτωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που μισεί τον πατέρα του
2. αυτός που μισεί τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + -πάτωρ(< πατήρ), πρβλ. φιλο-πάτωρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μισοπάτωρ — hating one s father masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισοπάτορας — μισοπάτωρ hating one s father masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… …   Dictionary of Greek

  • πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”